- κακοφυΐα
- η (Α κακοφυΐα) [κακοφυής]ιατρ. κακή διάπλαση τού σώματος, κακοπλασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοφυία — κακοφυίᾱ , κακοφυία bad natural qualities fem nom/voc/acc dual κακοφυίᾱ , κακοφυία bad natural qualities fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφυίαν — κακοφυίᾱν , κακοφυία bad natural qualities fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοψυχία — κακοψυχία, ἡ (Α) 1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό 2. (κατ επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία, φιλο ψυχία] … Dictionary of Greek